- ψευδοκάρπασος
- ψευδο-κάρπᾰσος, ὁ,A = κάχρυ, Ps.-Dsc.3.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδοκάρπασος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοκάρπασος — ὁ, Α κάχρυ*, κυψελώδης καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κάρπασος*] … Dictionary of Greek